- μιλτεῖον
- μιλτ-εῖον, τό,A vessel for storing μίλτος, AP6.205 (Leon.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μιλτείον — μιλτεῑον, τὸ (Α) [μίλτος] αγγείο κατάλληλο για φύλαξη μίλτου … Dictionary of Greek
μιλτεῖα — μιλτεῖον vessel for storing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίλτειος — μίλτειος, εία, ον (Α) 1. μίλτινος 2. φρ. «μίλτειον στάγμα» η κόκκινη γραμμή που σχηματίζεται από σχοινί βαμμένο με μίλτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίλτος + κατάλ. ειος (πρβλ. θαλάσσ ειος)] … Dictionary of Greek
μιλτείῳ — μίλτειος of masc/neut dat sg μιλτεί̱ῳ , μιλτεῖον vessel for storing neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)